- ποδόλουτρο
- το, Νλουτρό τών ποδιών με παραμονή αρκετή ώρα σε ψυχρό, χλιαρό ή θερμό νερό για λόγους καθαριότητας και συχνότερα για θεραπευτικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + λουτρό. Η λ., στον λόγιο τ. ποδόλουτρον, μαρτυρείται από το 1867 στον Ιακ. Πολυλά].
Dictionary of Greek. 2013.